μονόλογος

μονόλογος
-ο (Μ μονόλογος, -ον)
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο μονόλογος
α) το να μιλά κάποιος μόνος του, ομιλία που απευθύνεται στο ίδιο το πρόσωπο που μιλά
β) συνεχής ομιλία που δεν επιτρέπει σε άλλους συζητητές να λάβουν τον λόγο
γ) μικρό σκηνικό έργο που παίζεται από έναν μόνο ηθοποιό
δ) φρ. «θεατρικός μονόλογος» — μέρος θεατρικού έργου στο οποίο ένας από τους ηθοποιούς απευθύνεται προς τους θεατές ή εκθέτει τις σκέψεις του είτε μόνος του στη σκηνή είτε με παρουσία άλλων ηθοποιών οι οποίοι παραμένουν σιωπηλοί
μσν.
αυτός που εκφωνείται μόνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)-* + -λογος*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μονόλογος, δραματικός — Αυτόνομο θεατρικό είδος που ερμηνεύεται μόνο από ένα πρόσωπο: μπορεί να είναι τραγικό, δραματικό, αλλά πιο συχνά κωμικό, και συνεπάγεται μια σύνθετη σκηνική δράση. Γεννήθηκε τον 18o αι. στη Γαλλία με το όνομα piece en monologue στα πλαίσια της… …   Dictionary of Greek

  • μονόλογος — ο 1. το να μιλάει κανείς μόνος του, στον εαυτό του: Άρχισε έναν ασταμάτητο μονόλογο και κανείς δεν προλάβαινε να μιλήσει. 2. θεατρικό έργο με ένα μόνο πρόσωπο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μονοπρόσωπος — η, ο (ΑΜ μονοπρόσωπος, ον) αυτός που έχει ένα μόνο πρόσωπο («μονοπρόσωπος θεότης τριώνυμος», Μάξ. Ομολ.) νεοελλ. 1. (για κτήρια) αυτός που έχει μία πρόσοψη («μονοπρόσωπο κτήριο») 2. μτφ. ειλικρινής, ευθύς, έντιμος, χωρίς διπλοπροσωπία αρχ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • Sokratis Malamas — (Greek: Σωκράτης Μάλαμας) (b. September 29, 1957 in Sykia in Chalkidiki, Greece) is a Greek singer and songwriter.BiographySokratis Malamas was born on September 29, 1957 in Sykia in Chalkidiki, Greece. His family moved to Stuttgart, Germany for… …   Wikipedia

  • монолог — МОНОЛО´Г (греч. μόνολογος, от μόνος один и λόγος слово, речь) 1) в драматическом произведении речь действующего лица, обращенная к себе или к зрителю. 2) В поэме М. являестя вставной формой повествования, в которой дается художественная… …   Поэтический словарь

  • monólogo — (Del gr. monos, uno + lego, hablar.) ► sustantivo masculino 1 Acción de hablar una persona consigo misma. ANTÓNIMO diálogo 2 TEATRO, LITERATURA Obra dramática o fragmento de una obra en que habla un solo personaje. 3 Acción de ser una persona la… …   Enciclopedia Universal

  • -λογος — (AM λογος) β συνθετικό πολλών προπαροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, στα οποία ο λόγος, με τη σημασία τής ομιλίας, επέχει θέση αντικειμένου τού α συνθετικού, που είναι ρήμα (φιλόλογος «φιλώ τον λόγο», δωσίλογος… …   Dictionary of Greek

  • μον(ο)- — (ΑΜ μον[ο] , Α ιων. μουν[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μόνος* (ιων. μοῡνος) και έχει την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό: α) είναι ένα και μοναδικό ή έχει απομείνει μόνο ένα (μονοσύλλαβος,… …   Dictionary of Greek

  • μονολογία — η (Μ μονολογία) [μονόλογος] νεοελλ. το να μιλά κάποιος μόνος χωρίς να υπάρχει άλλος να τόν ακούει ή χωρίς να επιτρέπει σε άλλους να πάρουν τον λόγο μσν. 1. βραχυλογία 2. απλότητα λόγου …   Dictionary of Greek

  • μονολογικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρετραι στον μονόλογο. [ΕΤΥΜΟΛ. μονόλογος. Η λ. μαρτυρείται από το 1880 στον Χρ. Παπαδόπουλο] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”